- μοιρόγραφτος
- -η, -ο [μοιρογράφω]1. προσδιορισμένος, γραμμένος από τη Μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος2. το ουδ. ως ουσ. το μοιρόγραφτοτο πεπρωμένο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοιρόγραφτος — η, ο ο γραφτός από τη μοίρα, ο προκαθορισμένος, ο πεπρωμένος: Το μοιρόγραφτο τέλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)